Πρόσφυγες
Λύσανε τα σαντάλια τους, τα μέλη αποσταμένα
έγειραν να ξεκουραστούν
σιγά σιγά,
μην ακουστούν
βγήκανε τα φαντάσματα σεργιάνι, ένα ένα.
ετούτο βγήκε απ’ τα προικιά της πρώτης θυγατέρας
εκείνο από τη τσιμινιά
και σμίχτηκε στη γειτονιά
με τις χαρούμενες φωνές πού κουβαλά ο αέρας.
φαντάσματα, φαντάσματα του χθεσινού μας κόσμου
γιατί δε χάνεστε κι’ εσείς
μέσα στα βάθη της ψυχής
κι’ αβάσταχτη μας φέρνετε ευωδιά χαμένου δυόσμου; |
Réfugiés
Ils ont dénoué leurs sandales, les membres
Epuisés,
Ils se sont penchés pour se repose tout doucement, pour ne pas être entendus et faire sortir les fantômes en promenade, un à un.
Ça, ça vient du trousseau de la fille
Aînée
Et ça, de la cheminée
Et ça se mêlait dans le quartier
Avec les voix joyeuses que porte
Le vent.
Fantômes, fantômes de notre monde
D’hier
Pourquoi n’allez vous pas vous perdre vous
Aussi dans le fond de mon âme
Et me portez vous le parfum insupportable
D’une menthe perdue ?
|